Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωρονομώ — έω, Α [ὡρονόμος] είμαι ὡρονόμος* … Dictionary of Greek
ωρονομεύω — Α (ποιητ. τ.) ὡρονομῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρονομῶ, κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek